έγκυρος
[ˈeŋgjiros], έγκυρη, έγκυροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- gültigέγκυροςέγκυρος
- rechtsgültigέγκυρος νομικός όρος | Rechtswesenνομέγκυρος νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- verlässlich, zuverlässigέγκυρος πληροφορία, πηγήέγκυρος πληροφορία, πηγή
Beispiele
- μη έγκυρη συντόμευση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υungültige Verknüpfung