άσυλο
[ˈasilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Asylουδέτερο | Neutrum, sächlich nάσυλο πολιτική | Politikπολιτάσυλο πολιτική | Politikπολιτ
- Heimουδέτερο | Neutrum, sächlich nάσυλο ίδρυμαάσυλο ίδρυμα
- Kinderheimουδέτερο | Neutrum, sächlich nάσυλο παίδωνάσυλο παίδων
- Altenheimουδέτερο | Neutrum, sächlich nάσυλο γερόντωνάσυλο γερόντων
Beispiele
-
- άσυλο αστέγωνObdachlosenheimουδέτερο | Neutrum, sächlich nObdachlosenasylουδέτερο | Neutrum, sächlich n