„άρτος“: αρσενικό άρτος [ˈartos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Brot, Hostie Brotουδέτερο | Neutrum, sächlich n άρτος άρτος Hostieθηλυκό | Femininum, weiblich f άρτος θρησκεία | Religionθρησκ άρτος θρησκεία | Religionθρησκ