„άπταιστος“ άπταιστος [ˈaptestos], άπταιστη, άπταιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) fehlerlos, perfekt fehlerlos άπταιστος γλώσσα χωρίς λάθος άπταιστος γλώσσα χωρίς λάθος perfekt άπταιστος τέλειος άπταιστος τέλειος