„άθροιση“: θηλυκό άθροιση [ˈaθrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Addition Additionθηλυκό | Femininum, weiblich f άθροιση μαθηματικά | Mathematikμαθ άθροιση μαθηματικά | Mathematikμαθ