ομαλός
[omaˈlos], ομαλή, ομαλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ομαλός επίπεδος
- normalομαλός κανονικόςομαλός κανονικός
- reibungslosομαλός χωρίς προβλήματαομαλός χωρίς προβλήματα
- regelmäßigομαλός ρήμαομαλός ρήμα
- flüssigομαλός κυκλοφορίαομαλός κυκλοφορία