ανακαινίζω
[anakjeˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- erneuernανακαινίζω γενανακαινίζω γεν
- renovieren, sanierenανακαινίζω κτήριοανακαινίζω κτήριο